Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπινθηριστής < σπινθήρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπινθηριστής αρσενικό

  1. (μηχανολογία): ηλεκτρικό ακιδοφόρο εξάρτημα που προκαλεί σπινθήρα για την ανάφλεξη του καυσίμου μείγματος σε έναν κινητήρα εσωτερικής καύσης
  2. σπινθηριστής κενού - συσκευή για την ανίχνευση της ραδιενέργειας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία