taper (fr)

  1. χτυπάω, χτυπώ
  2. πληκτρολογώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

taper (en)

  1. το κερί, το αγιοκέρι
  2. η βαθμιαία μείωση του πάχους σε ένα επίμηκες αντικείμενο, στένεμα προς άκρο (αντικείμενου κτλ.)
    • tapering: βαθμιαία-σταδιακή ελάττωση έντονης άσκησης αθλητή λίγες μέρες πριν από σημαντικό αθλητικό γεγονός

  Επίθετο

επεξεργασία

taper (en)

  • που στενεύει βαθμιαία στην άκρη του, μυτερός

taper (en)

  1. (μεταβατικό) στενεύω κάτι, το κάνω βαθμιαία στενότερο
  2. (αμετάβατο) στενεύω στις άκρες, γίνομαι στενότερος