μονορούφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονορούφι < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα επεξεργασία
μονορούφι
- χωρίς διακοπή, χωρίς ανάσα, με μια κίνηση
- ※ Σηκώθηκε απότομα, πήγε στο μπαρ, έβαλε ένα ποτό και το ήπιε μονορούφι. (Μάκης Πανώριος, Ηθοποιός [διήγημα])