Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουφωτός η κουφωτή το κουφωτό
      γενική του κουφωτού της κουφωτής του κουφωτού
    αιτιατική τον κουφωτό την κουφωτή το κουφωτό
     κλητική κουφωτέ κουφωτή κουφωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουφωτοί οι κουφωτές τα κουφωτά
      γενική των κουφωτών των κουφωτών των κουφωτών
    αιτιατική τους κουφωτούς τις κουφωτές τα κουφωτά
     κλητική κουφωτοί κουφωτές κουφωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουφωτός < κουφώ(νω) + -τός [1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφωτός [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.foˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐φω‐τός

  Επίθετο επεξεργασία

κουφωτός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κουφώνω και κούφιος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 κουφωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «κουφώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουφωτός < κουφώ(νω) + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

κουφωτός

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κουφώνω και κούφιος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία