Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουφωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κουφωμέν
ος
η
κουφωμέν
η
το
κουφωμέν
ο
γενική
του
κουφωμέν
ου
της
κουφωμέν
ης
του
κουφωμέν
ου
αιτιατική
τον
κουφωμέν
ο
την
κουφωμέν
η
το
κουφωμέν
ο
κλητική
κουφωμέν
ε
κουφωμέν
η
κουφωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κουφωμέν
οι
οι
κουφωμέν
ες
τα
κουφωμέν
α
γενική
των
κουφωμέν
ων
των
κουφωμέν
ων
των
κουφωμέν
ων
αιτιατική
τους
κουφωμέν
ους
τις
κουφωμέν
ες
τα
κουφωμέν
α
κλητική
κουφωμέν
οι
κουφωμέν
ες
κουφωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουφωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κουφώνω
Μετοχή
επεξεργασία
κουφωμένος, -η, -ο
που έχει
κουφωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουφωμένος