Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μισάνοιχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
,
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μισάνοιχτ
ος
η
μισάνοιχτ
η
το
μισάνοιχτ
ο
γενική
του
μισάνοιχτ
ου
της
μισάνοιχτ
ης
του
μισάνοιχτ
ου
αιτιατική
τον
μισάνοιχτ
ο
τη
μισάνοιχτ
η
το
μισάνοιχτ
ο
κλητική
μισάνοιχτ
ε
μισάνοιχτ
η
μισάνοιχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μισάνοιχτ
οι
οι
μισάνοιχτ
ες
τα
μισάνοιχτ
α
γενική
των
μισάνοιχτ
ων
των
μισάνοιχτ
ων
των
μισάνοιχτ
ων
αιτιατική
τους
μισάνοιχτ
ους
τις
μισάνοιχτ
ες
τα
μισάνοιχτ
α
κλητική
μισάνοιχτ
οι
μισάνοιχτ
ες
μισάνοιχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μισάνοιχτος
<
μισο-
+
ανοιχτός
Επίθετο
επεξεργασία
μισάνοιχτος
που είναι
κατά
το
ήμισυ
ανοιχτός
Συνώνυμα
,
Αντώνυμα
επεξεργασία
μισόκλειστος
Συγγενικές λέξεις
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μισός
και
ανοίγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μισάνοιχτος
αγγλικά
:
half-open
(en)
,
ajar
(en)
γαλλικά
:
baillant
(fr)