Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισάνοιχτος η μισάνοιχτη το μισάνοιχτο
      γενική του μισάνοιχτου της μισάνοιχτης του μισάνοιχτου
    αιτιατική τον μισάνοιχτο τη μισάνοιχτη το μισάνοιχτο
     κλητική μισάνοιχτε μισάνοιχτη μισάνοιχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισάνοιχτοι οι μισάνοιχτες τα μισάνοιχτα
      γενική των μισάνοιχτων των μισάνοιχτων των μισάνοιχτων
    αιτιατική τους μισάνοιχτους τις μισάνοιχτες τα μισάνοιχτα
     κλητική μισάνοιχτοι μισάνοιχτες μισάνοιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισάνοιχτος < μισο- + ανοιχτός

  Επίθετο επεξεργασία

μισάνοιχτος

Συνώνυμα, Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία