μισανοιχτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισανοιχτός: μισάνοιχτος με μετακίνηση τόνου. Μορφολογικά αναλύεται σε < μισ- (μισός) + ανοιχτός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.sa.niˈxtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σα‐νοι‐χτός
- τονικό παρώνυμο: μισάνοιχτος
Επίθετο επεξεργασία
μισανοιχτός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του μισάνοιχτος
- → και δείτε τη λέξη μισανοιγμένος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μισανοιχτά (μισάνοιχτα, επίρρημα)
- → δείτε τη λέξη μισάνοιχτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισανοιχτός
→ δείτε τη λέξη μισάνοιχτος |
Πηγές επεξεργασία
- μισανοιχτός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- → και δείτε τη λέξη μισάνοιχτος