πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούφωμα τα κουφώματα
      γενική του κουφώματος των κουφωμάτων
    αιτιατική το κούφωμα τα κουφώματα
     κλητική κούφωμα κουφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούφωμα ουδέτερο

  1. άνοιγμα σε τοίχο που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο
  2. κατασκευή που εφαρμόζει σε άνοιγμα τοίχου και προορίζεται για να στηρίξει το μηχανισμό της πόρτας ή του παράθυρου
      Η ύπαρξη θερμοδιακοπής στα συρόμενα συστήματα τόσο στην κάσα, όσο και στα φύλλα βελτιώνει τη θερμομονωτική ικανότητά τους, που όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τις θερμομονωτικές επιδόσεις ενός ανοιγόμενου συστήματος. (Συστήματα κουφωμάτων αλουμινίου με θερμοδιακοπή, ΚΤΙΡΙΟ, ανακτήθηκε στις 12/4/2025 )
  3. (κατ’ επέκταση) το σύνολο πόρτας ή παραθύρου μαζί με τη βάση στην οποία θα στηριχτεί στο άνοιγμα
  4. (κατ’ επέκταση) εσοχή σε τοίχο

Μεταφράσεις

επεξεργασία