κούφωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούφωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούφωμα ουδέτερο
- άνοιγμα σε τοίχο που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο
- κατασκευή που εφαρμόζει σε άνοιγμα τοίχου και προορίζεται για να στηρίξει το μηχανισμό της πόρτας ή του παράθυρου
- (κατ’ επέκταση) το σύνολο πόρτας ή παραθύρου μαζί με τη βάση στην οποία θα στηριχτεί στο άνοιγμα
- (κατ’ επέκταση) εσοχή σε τοίχο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κούφωμα
|