entrouvert
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entrouvert | entrouverts |
θηλυκό | entrouverte | entrouvertes |
Επίθετο
επεξεργασίαentrouvert (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entrouvert | entrouverts |
θηλυκό | entrouverte | entrouvertes |
entrouvert (fr)