• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ωταλγία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωταλγία οι ωταλγίες
      γενική της ωταλγίας των ωταλγιών
    αιτιατική την ωταλγία τις ωταλγίες
     κλητική ωταλγία ωταλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ωταλγία < αρχαία ελληνική ὠταλγία< ους + -αλγία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ωταλγία θηλυκό

  • (ιατρική) πόνος του αφτιού

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ωταλγία
  • αγγλικά : earache (en) , otalgia (en)
  • γαλλικά : otalgie (fr)
  • γερμανικά : Ohrenschmerzen (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ωταλγία&oldid=5399767"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Ιανουαρίου 2022, στις 12:17
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Ιανουαρίου 2022, στις 12:17.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie