ωταλγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωταλγία | οι | ωταλγίες |
γενική | της | ωταλγίας | των | ωταλγιών |
αιτιατική | την | ωταλγία | τις | ωταλγίες |
κλητική | ωταλγία | ωταλγίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωταλγία < αρχαία ελληνική ὠταλγία< ους + -αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωταλγία θηλυκό