Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ωριλά  οι ωριλά 
      γενική του/της ωριλά  των ωριλά 
    αιτιατική τον/την ωριλά  τους/τις ωριλά 
     κλητική ωριλά  ωριλά 
ΑΚΛΙΤΟ
Δείτε και το λαϊκότροπο ωριλάς.
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωριλά < περικοπή του ωτορινολαρυγγολόγος [1] ή εκφώνηση του αρκτικόλεξου ΩΡΛ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾiˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ρι‐λά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωριλά αρσενικό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία