• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ωριλά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Άλλες μορφές
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ωριλά  οι ωριλά 
      γενική του/της ωριλά  των ωριλά 
    αιτιατική τον/την ωριλά  τους/τις ωριλά 
     κλητική ωριλά  ωριλά 
ΑΚΛΙΤΟ
Δείτε και το λαϊκότροπο ωριλάς.
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ωριλά < περικοπή του ωτορινολαρυγγολόγος [1] ή εκφώνηση του αρκτικόλεξου ΩΡΛ

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ɾiˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ρι‐λά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωριλά αρσενικό άκλιτο

  • (ιατρική, επάγγελμα) ο ωτορινολαρυγγολόγος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ωριλάς (λαϊκότροπο, κλιτό)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ ωριλά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ωριλά&oldid=5480777"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 22:20

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 22:20.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας