Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόλη κράτος οι πόλεις κράτη
      γενική της πόλεως κράτους των πόλεων κρατών
    αιτιατική την πόλη κράτος τις πόλεις κράτη
     κλητική πόλη κράτος πόλεις κράτη
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόλη κράτος < πόλη, κράτος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πόλη κράτος θηλυκό

  1. οργανωμένη πολιτεία, της οποίας η επικράτεια ορίζεται και περιορίζεται σε μια και μόνον πόλη, αναφέρεται συνήθως στις αρχαίες ελληνικές πόλεις
    η πόλη κράτος της Κορίνθου
    η πόλη κράτος της Βενετίας πήρε γρήγορα μεγάλη έκταση
    η πόλη κράτος εξαφανίσθηκε σταδιακά στον ενοποιημένο ελληνιστικό κόσμο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία