Ετυμολογία

επεξεργασία
καπετάν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπετάνος, καπετάνιος < βενετική capetano, capetanio (ιταλική capitano) με εξασθένιση της λέξης.[1].
Ή, πιθανόν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπετάν < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaptan > kapudan (στον τίτλο kapudan paşa (καπουδάν πασάς, ναύαρχος) < βενετική capitano.[2][3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.peˈtan/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπετάν αρσενικό άκλιτο

  1. (προσφώνηση) άκλιτο προτακτικό για προσφώνηση πλοιάρχου ή οπλαρχηγού
    ο καπετάν Αντρέας
  2. άκλιτο προτακτικό ουσιαστικών που δήλωναν αξίωμα στην οθωμανική αυτοκρατορία
    → δείτε τη λέξη ρεΐσης

Σημειώσεις

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καπετάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    Το λήμμα, με ενωτικό.
  3. λήμμα «καπετάνιος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    Εδώ, ο τύπος «καπετάν», χωρίς ενωτικό.
  4. Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8, σελ.394, 13.2. Ενωτικό, (3). Για τα παρατακτικά σύνθετα με ενωτικό: βλ. (4)