ρεΐσης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρεΐσης | οι | ρεΐσηδες |
γενική | του | ρεΐση | των | ρεΐσηδων |
αιτιατική | τον | ρεΐση | τους | ρεΐσηδες |
κλητική | ρεΐση | ρεΐσηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεΐσης αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, ιστορία) ο κυβερνήτης πλοίου, ο πλοίαρχος (ιδιαίτερα στη γλώσσα των ναυμάχων του 1821)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεΐσης
|