Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεΐσης οι ρεΐσηδες
      γενική του ρεΐση των ρεΐσηδων
    αιτιατική τον ρεΐση τους ρεΐσηδες
     κλητική ρεΐση ρεΐσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεΐσης < τουρκική reis (= αρχηγός, πρόεδρος) + -ης < αραβική رئيس (raʾīs)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεΐσης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία