ταραχοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταραχοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταραχοποιός < ταραχ(ή) + -ο- + -ποιός ( < ποιώ)
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο επεξεργασία
ταραχοποιός, -ός / -ά, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταραχοποιός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταραχοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που είναι ταραχοποιός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταραχοποιός
|
Πηγές επεξεργασία
- ταραχοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταραχοποιός < αρχαία ελληνική ταραχ(ή) + -ο- + -ποιός ( < ποιώ)
Επίθετο επεξεργασία
τᾰρᾰχοποιός, -ός, -όν
Πηγές επεξεργασία
- ταραχοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.