καπτάν-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπτάν- < καπετάν
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαπτάν- αρσενικό άκλιτο
- άκλιτο προτακτικό σε παρατακτικά σύνθετα, καπετάν
- είσαι ο καπτάν-φασαρίας της τάξης!
- ως απλό προτακτικό, → δείτε καπτάν
- καπτάν Γιώργης
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Για τη χρήση του ενωτικού, δείτε Σημειώσεις.