Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λέξη κλειδί < → δείτε τις λέξεις λέξη και κλειδί, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική keyword [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈleksi kliˈði/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λέξη κλειδί

  1. λέξη που είναι κρίσιμη για την κατανόηση ενός κειμένου
  2. (πληροφορική) το κλειδί που χρησιμοποιείται σε αλγόριθμους κρυπτογράφησης ή αποκρυπτογράφησης
     συνώνυμα: κλειδί
  3. (προγραμματισμός) λέξη που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό σε γλώσσες προγραμματισμού (πχ. στο συντακτικό, στις εντολές). Ο όρος σε μερικές γλώσσες προγραμματισμού συμπίπτει με την δεσμευμένη λέξη (reserved word) (πχ. C, Python) και σε άλλες (όπως στη Java) είναι υποσύνολο της
     συνώνυμα: δεσμευμένη λέξη (πχ. στις γλώσσες προγραμματισμού C, Python)
    υπερώνυμα: αναγνωριστικό (identifier), δεσμευμένη λέξη (πχ. στη γλώσσα προγραμματισμού Java)

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • λέξη-κλειδί (με ενωτικό ως επιλογή γραφής)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «λέξη» (λέξη-κλειδί) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)