λέξη κλειδί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈleksi kliˈði/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαλέξη κλειδί
- λέξη που είναι κρίσιμη για την κατανόηση ενός κειμένου
- (πληροφορική) το κλειδί που χρησιμοποιείται σε αλγόριθμους κρυπτογράφησης ή αποκρυπτογράφησης
- (προγραμματισμός) λέξη που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό σε γλώσσες προγραμματισμού (πχ. στο συντακτικό, στις εντολές). Ο όρος σε μερικές γλώσσες προγραμματισμού συμπίπτει με την δεσμευμένη λέξη (reserved word) (πχ. C, Python) και σε άλλες (όπως στη Java) είναι υποσύνολο της
- ≈ συνώνυμα: δεσμευμένη λέξη (πχ. στις γλώσσες προγραμματισμού C, Python)
- υπερώνυμα: αναγνωριστικό (identifier), δεσμευμένη λέξη (πχ. στη γλώσσα προγραμματισμού Java)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- λέξη-κλειδί (με ενωτικό ως επιλογή γραφής)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λέξη κλειδί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «λέξη» (λέξη-κλειδί) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)