ενικός         πληθυντικός  
suite suites

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

suite (en)

  1. σειρά, αλληλουχία
  2. σουίτα ξενοδοχείου



      ενικός         πληθυντικός  
suite suites

  Ετυμολογία

επεξεργασία
suite < δημώδης λατινική sequita < sequere (ακολουθώ)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

suite (fr) θηλυκό

  1. η συνέχεια
    la suite au prochain épisode
  2. η σειρά, η αλληλουχία
    la suite des évènements
  3. η σουίτα ξενοδοχείου
    il a pris une suite dans un hôtel cinq étoiles λείπει η μετάφραση
  4. η συνέπεια σε κάποιον συλλογισμό
    il a de la suite dans les idées

Συγγενικά

επεξεργασία