suite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
suite | suites |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- suite < δημώδης λατινική sequita < sequere (ακολουθώ)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
suite (fr) θηλυκό
- η συνέχεια
la suite au prochain épisode
- η σειρά, η αλληλουχία
la suite des évènements
- η σουίτα ξενοδοχείου
il a pris une suite dans un hôtel cinq étoiles → λείπει η μετάφραση
- η συνέπεια σε κάποιον συλλογισμό
il a de la suite dans les idées
- το επακόλουθο