Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρωμαλεότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ρωμαλεότητ
α
οι
ρωμαλεότητ
ες
γενική
της
ρωμαλεότητ
ας
των
ρωμαλεοτήτ
ων
αιτιατική
τη
ρωμαλεότητ
α
τις
ρωμαλεότητ
ες
κλητική
ρωμαλεότητ
α
ρωμαλεότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρωμαλεότητα
<
ελληνιστική κοινή
ῥωμαλεότης
<
αρχαία ελληνική
ῥωμαλέος
<
ῥώμη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρωμαλεότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
ρωμαλέος
, η
ιδιότητα
του
ρωμαλέου
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ρώμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρωμαλεότητα
γαλλικά
:
robustesse
(fr)