ρωμαλεότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρωμαλεότητα < ελληνιστική κοινή ῥωμαλεότης < αρχαία ελληνική ῥωμαλέος < ῥώμη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρωμαλεότητα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρωμαλεότητα