βατ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βατ < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική watt, από το όνομα του Σκοτσέζου μηχανικού James Watt (Τζέιμς Βαττ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβατ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) η μονάδα μέτρησης της ισχύος στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων, ίση με 1 τζάουλ ανά δευτερόλεπτο.