τζάουλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζάουλ < (λόγιο δάνειο) αγγλική joule < το όνομα του Άγγλου φυσικού Τζέιμς Πρέσκοτ Τζάουλ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈd͡za.u.l/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζά‐ουλ
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζάουλ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) μονάδα μέτρησης της ενέργειας, του έργου ή της θερμότητας, ισούται με την ενέργεια δύναμης 1 νιούτον για απόσταση 1 μέτρου
- Σύμβολο: J
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζάουλ
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τζάουλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας