Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζάουλ < (λόγιο δάνειο) αγγλική joule < το όνομα του Άγγλου φυσικού Τζέιμς Πρέσκοτ Τζάουλ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈd͡za.u.l/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζά‐ουλ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζάουλ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία