Ρόμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ρόμι < (μεταγραφή) γερμανική Romy (ή Rommy, Romi), χαϊδευτικό ονομάτων όπως τα Rosalinde και Rosemarie
Μεταγραφή
επεξεργασίαΡόμι θηλυκό, άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ρόμι Σνάιντερ (Romy [Rosemarie] Schneider) στη Βικιπαίδεια (1938-1982), γερμανο-αυστριακή ηθοποιός, πολιτογραφημένη γαλλίδα