Δείτε επίσης: Ρώμη, Ρόμυ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρόμι < (μεταγραφή) γερμανική Romy (ή Rommy, Romi), χαϊδευτικό ονομάτων όπως τα Rosalinde και Rosemarie

  Μεταγραφή επεξεργασία

Ρόμι θηλυκό, άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία