↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γηραιός η γηραιή το γηραιό
      γενική του γηραιού της γηραιής του γηραιού
    αιτιατική τον γηραιό τη γηραιή το γηραιό
     κλητική γηραιέ γηραιή γηραιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γηραιοί οι γηραιές τα γηραιά
      γενική των γηραιών των γηραιών των γηραιών
    αιτιατική τους γηραιούς τις γηραιές τα γηραιά
     κλητική γηραιοί γηραιές γηραιά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γηραιός < αρχαία ελληνική γηραιός και γεραιός και γεραός < γῆρας (τα γηρατειά) ή το συγγενές γέρας (τιμή, δώρο, προνόμιο, σεβασμός)

  Επίθετο

επεξεργασία

γηραιός

  1. ο ηλικιωμένος ή φθαρμένος άνθρωπος ή αντικείμενο
    ο γηραιός άνδρας ήταν σεβαστός
    στην Γηραιά Ήπειρο (=στην Ευρώπη), οι ευρωεκλογές ανέδειξαν...
    μου το έδωσε μια αξιοπρεπής, κάπως γηραιά κυρία
  2. στην ποδοσφαιρική αργκό, ο ΠΑΕ Ηρακλής (το πρώτο ποδοσφαιρικό σωματείο που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη - εξ ου και το προσωνύμιο γηραιός)

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία