γηραιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γηραιός | η | γηραιή | το | γηραιό |
γενική | του | γηραιού | της | γηραιής | του | γηραιού |
αιτιατική | τον | γηραιό | τη | γηραιή | το | γηραιό |
κλητική | γηραιέ | γηραιή | γηραιό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γηραιοί | οι | γηραιές | τα | γηραιά |
γενική | των | γηραιών | των | γηραιών | των | γηραιών |
αιτιατική | τους | γηραιούς | τις | γηραιές | τα | γηραιά |
κλητική | γηραιοί | γηραιές | γηραιά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γηραιός < αρχαία ελληνική γηραιός και γεραιός και γεραός < γῆρας (τα γηρατειά) ή το συγγενές γέρας (τιμή, δώρο, προνόμιο, σεβασμός)
Επίθετο
επεξεργασίαγηραιός
- ο ηλικιωμένος ή φθαρμένος άνθρωπος ή αντικείμενο
- ο γηραιός άνδρας ήταν σεβαστός
- στην Γηραιά Ήπειρο (=στην Ευρώπη), οι ευρωεκλογές ανέδειξαν...
- μου το έδωσε μια αξιοπρεπής, κάπως γηραιά κυρία
- στην ποδοσφαιρική αργκό, ο ΠΑΕ Ηρακλής (το πρώτο ποδοσφαιρικό σωματείο που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη - εξ ου και το προσωνύμιο γηραιός)
Συγγενικά
επεξεργασία- γέρας
- γηρατειά
- γήρανση
- γηρασμός
- γηραλέος
- γεραρός
- γεραίρω
- γηράσκω
- γερνάω-γερνώ
- γέρων
- γέροντας, γερόντισσα
- γερόντιο
- γεροντάκι
- γριά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γηραιός
|