Ετυμολογία

επεξεργασία
γεραίρω < αρχαία ελληνική γεραίρω (τιμώ, βραβεύω) < γέρας

γεραίρω

  • συγχαίρω
    Τους ήρωες γεραίρει η δημώδης μούσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία