Ετυμολογία

επεξεργασία
γηράσκω < αρχαία ελληνική γηράσκω

γηράσκω

  • γηράσκω αεί διδασκόμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
γηράσκω< γῆρας

γηράσκω και γηράω-γηρῶ

Συγγενικά

επεξεργασία