Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγήραος < α- (στερητικό) + γῆρας

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγήραος, -ος, -ον -

Συνώνυμα επεξεργασία