γηραλέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γηραλέος | η | γηραλέα | το | γηραλέο |
γενική | του | γηραλέου | της | γηραλέας | του | γηραλέου |
αιτιατική | τον | γηραλέο | τη | γηραλέα | το | γηραλέο |
κλητική | γηραλέε | γηραλέα | γηραλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γηραλέοι | οι | γηραλέες | τα | γηραλέα |
γενική | των | γηραλέων | των | γηραλέων | των | γηραλέων |
αιτιατική | τους | γηραλέους | τις | γηραλέες | τα | γηραλέα |
κλητική | γηραλέοι | γηραλέες | γηραλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γηραλέος < αρχαία ελληνική γηραλέος
Επίθετο επεξεργασία
γηραλέος
Μεταφράσεις επεξεργασία
γηραλέος
|