λόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λόγιο | τα | λόγια |
γενική | του | λογίου & λόγιου |
των | λογίων |
αιτιατική | το | λόγιο | τα | λόγια |
κλητική | λόγιο | λόγια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λόγιο < αρχαία ελληνική λόγιον, ουδέτερο του επιθέτου λόγιος < λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λόγιο ουδέτερο
- σύντομη παρατήρηση για μια γενική αλήθεια, τρόπο συμπεριφοράς ή βασική αρχή
- εξεζητημένη έκφραση, ακαδημαϊκός όρος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λόγιος
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λόγιο
→ δείτε τη λέξη ρητό |