γήρανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γήρανση | οι | γηράνσεις |
γενική | της | γήρανσης* | των | γηράνσεων |
αιτιατική | τη | γήρανση | τις | γηράνσεις |
κλητική | γήρανση | γηράνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γηράνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γήρανση < (καθαρεύουσα) γήρανσις < αρχαία ελληνική γήρανσις < γῆρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγήρανση θηλυκό
- το γέρασμα, η αύξηση της ηλικίας σε συνδυασμό τις αλλοιώσεις που προκύπτουν στον οργανισμό
- ⮡ η γήρανση των κυττάρων
- η ποσοστιαία αύξηση των ανθρώπων προχωρημένης ηλικίας σε βάρος των νεοτέρων
- ⮡ Η φυσική γήρανση μιας χώρας οδηγεί σε κοινωνική τελμάτωση.
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιγηραντικός
- γηραντικός
- → δείτε τις λέξεις γήρας και γέρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γήρανση