γηραντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γηραντικός < γήρανση + -τικός < αρχαία ελληνική γήρανσις < γῆρας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝi.ɾan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γη‐ρα‐ντι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαγηραντικός
- που συμβάλλει ή συντελεί στη γήρανση
- ※ Το πρότυπο των διακοπών στα κοσμοπολίτικα νησιά, που προωθεί το ξενύχτι, τα πάρτι μέχρι το πρωί, τη μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ και τα λουκούλλεια γεύματα είναι, από ιατρικής πλευράς, γηραντικό. Και αυτό γιατί ο οργανισμός έχει μάθει να λειτουργεί κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου σε διαφορετικούς ρυθμούς. (* enet.gr)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γηραντικός
|