↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιγηραντικός η αντιγηραντική το αντιγηραντικό
      γενική του αντιγηραντικού της αντιγηραντικής του αντιγηραντικού
    αιτιατική τον αντιγηραντικό την αντιγηραντική το αντιγηραντικό
     κλητική αντιγηραντικέ αντιγηραντική αντιγηραντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιγηραντικοί οι αντιγηραντικές τα αντιγηραντικά
      γενική των αντιγηραντικών των αντιγηραντικών των αντιγηραντικών
    αιτιατική τους αντιγηραντικούς τις αντιγηραντικές τα αντιγηραντικά
     κλητική αντιγηραντικοί αντιγηραντικές αντιγηραντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιγηραντικός < αντι- + γηραντικός < γήρανση < αρχαία ελληνική γήρανσις < γῆρας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.ʝi.ɾan.diˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιγηραντικός

  • που ενεργεί ενάντια στη γήρανση
    ※  Αντιγηραντικός ορός ματιών ... , που προστατεύει την ευαίσθητη περιοχή των ματιών, διατηρώντας την επιδερμίδα σφριγηλή και ενυδατωμένη σε βάθος. (από κείμενο προώθησης προϊόντος, ανάκτηση 27 Απρ. 2019)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία