Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γραυ-
ονομαστική γραῦς αἱ γρᾶες
      γενική τῆς γρᾱός τῶν γρᾱῶν
      δοτική τῇ γρᾱΐ ταῖς γραυσῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν γραῦν τὰς γραῦς
     κλητική ! γραῦ γρᾶες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γρᾶε
γεν-δοτ τοῖν  γρᾱοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'γραῦς' όπως «γραῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραῦς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γραῦς θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • γραῦς χορεύει: για κάποιον που κάνει άτοπα πράγματα
  • γραῶν ὕθλος: λόγια χωρίς ουσία

  Πηγές επεξεργασία