Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραῖος < συγκεκομμένη μορφή του γεραιός

  Επίθετο επεξεργασία

γραῖος, γραῖα και γραία, γραῖον

  1. ηλικιωμένος
  2. παλιός
  3. μαραμένος