Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τυμβογέρων οἱ τυμβογέροντες
      γενική τοῦ τυμβογέροντος τῶν τυμβογερόντων
      δοτική τῷ τυμβογέροντ τοῖς τυμβογέρουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τυμβογέροντ τοὺς τυμβογέροντᾰς
     κλητική ! τυμβογέρον τυμβογέροντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τυμβογέροντε
γεν-δοτ τοῖν  τυμβογερόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυμβογέρων < τύμβ(ος) + -ο- + γέρων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυμβογέρων αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία