γέρρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γέρρον < ίσως εἴρω (αρμαθιάζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγέρρον ουδέτερο
- αντικείμενο πλεγμένο από βέργες, όπως ασπίδα πλεχτή πάνω στην οποία κολλούσαν δέρμα
- η επιμήκης ασπίδα των Περσών
- καλύβα από βέργες
- σκηνή
Σύνθετα
επεξεργασία- γερροφόροι οι στρατιώτες με πλεχτές ασπίδες