δήμαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | δήμαρχος | οι | δήμαρχοι |
γενική | του/της του |
δημάρχου δήμαρχου |
των | δημάρχων & δήμαρχων |
αιτιατική | τον/τη | δήμαρχο | τους/τις τους |
δημάρχους δήμαρχους |
κλητική | δήμαρχε | δήμαρχοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δήμαρχος < αρχαία ελληνική δήμαρχος < δῆμος + ἄρχω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.maɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δή‐μαρ‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δήμαρχος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και δημαρχίνα)
- εκλεγμένος τοπικός άρχοντας, επικεφαλής ενός δήμου
- ο δήμαρχος της πόλης υποσχέθηκε ότι θα λυθεί το πρόβλημα με τις θέσεις στάθμευσης
- (στην αρχαιότητα) ο αρχηγός ενός δήμου της αρχαίας Αθήνας
- (στην αρχαία Ρώμη) ο καθένας από τους δύο άρχοντες που εκπροσωπούσαν τους πληβείους
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκλεγμένος άρχοντας, επικεφαλής ενός δήμου
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δήμαρχος | οἱ | δήμαρχοι |
γενική | τοῦ | δημάρχου | τῶν | δημάρχων |
δοτική | τῷ | δημάρχῳ | τοῖς | δημάρχοις |
αιτιατική | τὸν | δήμαρχον | τοὺς | δημάρχους |
κλητική ὦ! | δήμαρχε | δήμαρχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημάρχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δημάρχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δήμαρχος, -ου αρσενικό
- (στην Αθήνα) ο ετήσια εκλεγμένος άρχοντας καθενός από τους δήμους
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Πρὸς Μακάρτατον περὶ Ἁγνίου κλήρου, 57 @scaife.perseus
- τοὺς δʼ ἀπογιγνομένους ἐν τοῖς δήμοις, οὓς ἂν μηδεὶς ἀναιρῆται, ἐπαγγελλέτω ὁ δήμαρχος τοῖς προσήκουσιν ἀναιρεῖν καὶ θάπτειν καὶ καθαίρειν τὸν δῆμον, τῇ ἡμέρᾳ ᾗ ἂν ἀπογένηται ἕκαστος αὐτῶν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδο-Δημοσθένης, Πρὸς Πολυκλέα περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, 6 @scaife.perseus
- ἐψηφίσασθε τάς τε ναῦς καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ χῶμα, καὶ τοὺς βουλευτὰς καὶ τοὺς δημάρχους καταλόγους ποιεῖσθαι τῶν δημοτῶν καὶ ἀποφέρειν ναύτας, καὶ διὰ τάχους τὸν ἀπόστολον ποιεῖσθαι καὶ βοηθεῖν ἑκασταχοῖ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Πρὸς Μακάρτατον περὶ Ἁγνίου κλήρου, 57 @scaife.perseus
- (στη Νεάπολη) ένας από τους άρχοντες της πόλης
- (στις λοιπές πόλεις) ο εκλεγμένος άρχοντας του δήμου ή και ο αρχιδικαστής
- (στην Αίγυπτο) αρχηγός ή κυβερνήτης μιας περιφέρειας
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 6.2
- δεῖ τὸν μὲν δήμαρχον ἕκαστον ἐκ τῆς ἑωυτοῦ πόλιος συλλέξαντα πάντα τὸν κέραμον ἄγειν ἐς Μέμφιν, τοὺς δὲ ἐκ Μέμφιος ἐς ταῦτα δὴ τὰ ἄνυδρα τῆς Συρίης κομίζειν πλήσαντας ὕδατος.
- Ο κάθε δήμαρχος οφείλει να μαζέψει όλα τα πήλινα δοχεία από την πόλη του και να τα πάει στη Μέμφιδα, όπου στη Μέμφιδα τα γεμίζουν νερό και τα κουβαλούν σ᾽ αυτή την άνυδρη περιοχή της Συρίας.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- δεῖ τὸν μὲν δήμαρχον ἕκαστον ἐκ τῆς ἑωυτοῦ πόλιος συλλέξαντα πάντα τὸν κέραμον ἄγειν ἐς Μέμφιν, τοὺς δὲ ἐκ Μέμφιος ἐς ταῦτα δὴ τὰ ἄνυδρα τῆς Συρίης κομίζειν πλήσαντας ὕδατος.
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 6.2
- (στη Ρώμη) ο άρχοντας των πληβείων (tribunus plebis)
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- δήμαρχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δήμαρχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.