Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημαρχικός η δημαρχική το δημαρχικό
      γενική του δημαρχικού της δημαρχικής του δημαρχικού
    αιτιατική τον δημαρχικό τη δημαρχική το δημαρχικό
     κλητική δημαρχικέ δημαρχική δημαρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημαρχικοί οι δημαρχικές τα δημαρχικά
      γενική των δημαρχικών των δημαρχικών των δημαρχικών
    αιτιατική τους δημαρχικούς τις δημαρχικές τα δημαρχικά
     κλητική δημαρχικοί δημαρχικές δημαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημαρχικός < δήμαρχος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

δημαρχικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία