mayor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mayor | mayors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmayor (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΙσπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmayor (es)
- μεγαλύτερος (σε ηλικία)
ενικός | πληθυντικός |
mayor | mayors |
mayor (en)
mayor (es)