δημαρχιλίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δημαρχιλίκι | τα | δημαρχιλίκια |
γενική | του | δημαρχιλικιού | των | δημαρχιλικιών |
αιτιατική | το | δημαρχιλίκι | τα | δημαρχιλίκια |
κλητική | δημαρχιλίκι | δημαρχιλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δημαρχιλίκι < δήμαρχ(ος) + -ιλίκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημαρχιλίκι ουδέτερο
- (λαϊκά ή μειωτικά) το αξίωμα του δημάρχου, το να είναι κανείς δήμαρχος
- ※ ωςτόσο βγήκανε στη μέση τα ονόματα τελωνοφυλίκι (στου Γκίκα Της εξοχής, σ.194) και τα πάγκοινα δημαρχιλίκι (στο ί.μ. 202), βουλεφτηλίκι, προεδριλίκι. (Ιωάννης Ψυχάρης, Ρόδα και μήλα, Εστία, 1906)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημαρχιλίκι
|