πάγκοινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάγκοινος < αρχαία ελληνική < παν- + κοινός
Επίθετο
επεξεργασίαπάγκοινος, -η, -ο
- που ανήκει σε όλους, κοινός σε όλους
- που είναι ιδιαιτέρως κοινό
- ※ ωςτόσο βγήκανε στη μέση τα ονόματα τελωνοφυλίκι (στου Γκίκα Της εξοχής, σ.194) και τα πάγκοινα δημαρχιλίκι (στο ί.μ. 202), βουλεφτηλίκι, προεδριλίκι. (Ιωάννης Ψυχάρης, Ρόδα και μήλα, Εστία, 1906)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πάγκοινος
|