Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πληβείος οι πληβείοι
      γενική του πληβείου των πληβείων
    αιτιατική τον πληβείο τους πληβείους
     κλητική πληβείε πληβείοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληβείος < ελληνιστική κοινή πληβεῖος < λατινική plebeius < plebs / plebes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πληβείος αρσενικό (θηλυκό πληβεία)

  1. (ιστορία, αρχαία Ρώμη) πολίτης της κατώτερης κοινωνικής τάξης
  2. (κατ’ επέκταση) άτομο των κατώτερων κοινωνικών τάξεων

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία