πληβείος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πληβείος | οι | πληβείοι |
γενική | του | πληβείου | των | πληβείων |
αιτιατική | τον | πληβείο | τους | πληβείους |
κλητική | πληβείε | πληβείοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπληβείος αρσενικό (θηλυκό πληβεία)
- (ιστορία, αρχαία Ρώμη) πολίτης της κατώτερης κοινωνικής τάξης
- (κατ’ επέκταση) άτομο των κατώτερων κοινωνικών τάξεων
- ※ Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό (Καρλ Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος/Κεφάλαιο 1: Αστοί και Προλετάριοι)