πατρίκιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατρίκιος < ελληνιστική κοινή πατρίκιος < λατινική patricius < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή * phtḗr (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική patricien)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατρίκιος αρσενικό (θηλυκό: πατρικία)
- (ιστορία) Ρωμαίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης
- (ιστορία) τίτλος βυζαντινού άρχοντα
- που ανήκει στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα
- ※ Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό (Καρλ Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος/Κεφάλαιο 1: Αστοί και Προλετάριοι)
- ≈ συνώνυμα: αριστοκράτης, άρχοντας, ευγενής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πατέρας