Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπιεζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταπιεζόμεν
ος
η
καταπιεζόμεν
η
το
καταπιεζόμεν
ο
γενική
του
καταπιεζόμεν
ου
της
καταπιεζόμεν
ης
του
καταπιεζόμεν
ου
αιτιατική
τον
καταπιεζόμεν
ο
την
καταπιεζόμεν
η
το
καταπιεζόμεν
ο
κλητική
καταπιεζόμεν
ε
καταπιεζόμεν
η
καταπιεζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταπιεζόμεν
οι
οι
καταπιεζόμεν
ες
τα
καταπιεζόμεν
α
γενική
των
καταπιεζόμεν
ων
των
καταπιεζόμεν
ων
των
καταπιεζόμεν
ων
αιτιατική
τους
καταπιεζόμεν
ους
τις
καταπιεζόμεν
ες
τα
καταπιεζόμεν
α
κλητική
καταπιεζόμεν
οι
καταπιεζόμεν
ες
καταπιεζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ka.ta.pi.eˈzo.me.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
καταπιεζόμενος, η, ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
καταπιέζω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καταπιέζω
και
πιέζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπιεζόμενος