Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημεύω < αρχαία ελληνική δημεύω < δῆμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)

  Ρήμα επεξεργασία

δημεύω (παθητική φωνή: δημεύομαι)

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία