ενεστώτας confiscate
γ΄ ενικό ενεστώτα confiscates
αόριστος confiscated
παθητική μετοχή confiscated
ενεργητική μετοχή confiscating

confiscate (en)

  • κατάσχω, αφαιρώ επισήμα κάτι από κάποιον, ειδικά ως τιμωρία
    ⮡  Contraband is confiscated by customs authorities.
    Τα λαθραία κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές.