Ετυμολογία

επεξεργασία
απαλλοτριώνω < αρχαία ελληνική ἀπαλλοτριόω / ἀπαλλοτριῶ

απαλλοτριώνω (παθητική φωνή: απαλλοτριώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία