απαλλοτριώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαλλοτριώνω < αρχαία ελληνική ἀπαλλοτριόω / ἀπαλλοτριῶ
Ρήμα
επεξεργασίααπαλλοτριώνω (παθητική φωνή: απαλλοτριώνομαι)
- εξαγοράζω αναγκαστικά την ακίνητη περιουσία κάποιου ιδιοκτήτη και την αποδίδω για λόγους δημοσίου συμφέροντος στο δημόσιο
Συγγενικά
επεξεργασία- αναπαλλοτρίωτα
- αναπαλλοτρίωτο
- αναπαλλοτρίωτος
- απαλλοτριωθείς
- απαλλοτριωμένος
- απαλλοτρίωση
- απαλλοτριώσιμος
- απαλλοτριωτέος
- απαλλοτριωτικός
- → δείτε τις λέξεις αλλοτριώνω, αλλότριος και άλλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαλλοτριώνω | απαλλοτρίωνα | θα απαλλοτριώνω | να απαλλοτριώνω | απαλλοτριώνοντας | |
β' ενικ. | απαλλοτριώνεις | απαλλοτρίωνες | θα απαλλοτριώνεις | να απαλλοτριώνεις | απαλλοτρίωνε | |
γ' ενικ. | απαλλοτριώνει | απαλλοτρίωνε | θα απαλλοτριώνει | να απαλλοτριώνει | ||
α' πληθ. | απαλλοτριώνουμε | απαλλοτριώναμε | θα απαλλοτριώνουμε | να απαλλοτριώνουμε | ||
β' πληθ. | απαλλοτριώνετε | απαλλοτριώνατε | θα απαλλοτριώνετε | να απαλλοτριώνετε | απαλλοτριώνετε | |
γ' πληθ. | απαλλοτριώνουν(ε) | απαλλοτρίωναν απαλλοτριώναν(ε) |
θα απαλλοτριώνουν(ε) | να απαλλοτριώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαλλοτρίωσα | θα απαλλοτριώσω | να απαλλοτριώσω | απαλλοτριώσει | ||
β' ενικ. | απαλλοτρίωσες | θα απαλλοτριώσεις | να απαλλοτριώσεις | απαλλοτρίωσε | ||
γ' ενικ. | απαλλοτρίωσε | θα απαλλοτριώσει | να απαλλοτριώσει | |||
α' πληθ. | απαλλοτριώσαμε | θα απαλλοτριώσουμε | να απαλλοτριώσουμε | |||
β' πληθ. | απαλλοτριώσατε | θα απαλλοτριώσετε | να απαλλοτριώσετε | απαλλοτριώστε | ||
γ' πληθ. | απαλλοτρίωσαν απαλλοτριώσαν(ε) |
θα απαλλοτριώσουν(ε) | να απαλλοτριώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαλλοτριώσει | είχα απαλλοτριώσει | θα έχω απαλλοτριώσει | να έχω απαλλοτριώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απαλλοτριώσει | είχες απαλλοτριώσει | θα έχεις απαλλοτριώσει | να έχεις απαλλοτριώσει | ||
γ' ενικ. | έχει απαλλοτριώσει | είχε απαλλοτριώσει | θα έχει απαλλοτριώσει | να έχει απαλλοτριώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαλλοτριώσει | είχαμε απαλλοτριώσει | θα έχουμε απαλλοτριώσει | να έχουμε απαλλοτριώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απαλλοτριώσει | είχατε απαλλοτριώσει | θα έχετε απαλλοτριώσει | να έχετε απαλλοτριώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαλλοτριώσει | είχαν απαλλοτριώσει | θα έχουν απαλλοτριώσει | να έχουν απαλλοτριώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαλλοτριώνω