Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαλλοτριωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαλλοτριωμέν
ος
η
απαλλοτριωμέν
η
το
απαλλοτριωμέν
ο
γενική
του
απαλλοτριωμέν
ου
της
απαλλοτριωμέν
ης
του
απαλλοτριωμέν
ου
αιτιατική
τον
απαλλοτριωμέν
ο
την
απαλλοτριωμέν
η
το
απαλλοτριωμέν
ο
κλητική
απαλλοτριωμέν
ε
απαλλοτριωμέν
η
απαλλοτριωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαλλοτριωμέν
οι
οι
απαλλοτριωμέν
ες
τα
απαλλοτριωμέν
α
γενική
των
απαλλοτριωμέν
ων
των
απαλλοτριωμέν
ων
των
απαλλοτριωμέν
ων
αιτιατική
τους
απαλλοτριωμέν
ους
τις
απαλλοτριωμέν
ες
τα
απαλλοτριωμέν
α
κλητική
απαλλοτριωμέν
οι
απαλλοτριωμέν
ες
απαλλοτριωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαλλοτριωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απαλλοτριώνω
Μετοχή
επεξεργασία
απαλλοτριωμένος, -η, -ο
του οποίου η
κυριότητα
έχει αφαιρεθεί από τον προηγούμενο
κτήτορα
από το
δημόσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαλλοτριωμένος
γαλλικά
:
exproprié
(fr)