απαλλοτριώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααπαλλοτριώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απαλλοτριώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαλλοτριώνομαι | απαλλοτριωνόμουν(α) | θα απαλλοτριώνομαι | να απαλλοτριώνομαι | ||
β' ενικ. | απαλλοτριώνεσαι | απαλλοτριωνόσουν(α) | θα απαλλοτριώνεσαι | να απαλλοτριώνεσαι | (απαλλοτριώνου) | |
γ' ενικ. | απαλλοτριώνεται | απαλλοτριωνόταν(ε) | θα απαλλοτριώνεται | να απαλλοτριώνεται | ||
α' πληθ. | απαλλοτριωνόμαστε | απαλλοτριωνόμαστε απαλλοτριωνόμασταν |
θα απαλλοτριωνόμαστε | να απαλλοτριωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απαλλοτριώνεστε | απαλλοτριωνόσαστε απαλλοτριωνόσασταν |
θα απαλλοτριώνεστε | να απαλλοτριώνεστε | (απαλλοτριώνεστε) | |
γ' πληθ. | απαλλοτριώνονται | απαλλοτριώνονταν απαλλοτριωνόντουσαν |
θα απαλλοτριώνονται | να απαλλοτριώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαλλοτριώθηκα | θα απαλλοτριωθώ | να απαλλοτριωθώ | απαλλοτριωθεί | ||
β' ενικ. | απαλλοτριώθηκες | θα απαλλοτριωθείς | να απαλλοτριωθείς | απαλλοτριώσου | ||
γ' ενικ. | απαλλοτριώθηκε | θα απαλλοτριωθεί | να απαλλοτριωθεί | |||
α' πληθ. | απαλλοτριωθήκαμε | θα απαλλοτριωθούμε | να απαλλοτριωθούμε | |||
β' πληθ. | απαλλοτριωθήκατε | θα απαλλοτριωθείτε | να απαλλοτριωθείτε | απαλλοτριωθείτε | ||
γ' πληθ. | απαλλοτριώθηκαν απαλλοτριωθήκαν(ε) |
θα απαλλοτριωθούν(ε) | να απαλλοτριωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απαλλοτριωθεί | είχα απαλλοτριωθεί | θα έχω απαλλοτριωθεί | να έχω απαλλοτριωθεί | απαλλοτριωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απαλλοτριωθεί | είχες απαλλοτριωθεί | θα έχεις απαλλοτριωθεί | να έχεις απαλλοτριωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απαλλοτριωθεί | είχε απαλλοτριωθεί | θα έχει απαλλοτριωθεί | να έχει απαλλοτριωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απαλλοτριωθεί | είχαμε απαλλοτριωθεί | θα έχουμε απαλλοτριωθεί | να έχουμε απαλλοτριωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απαλλοτριωθεί | είχατε απαλλοτριωθεί | θα έχετε απαλλοτριωθεί | να έχετε απαλλοτριωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απαλλοτριωθεί | είχαν απαλλοτριωθεί | θα έχουν απαλλοτριωθεί | να έχουν απαλλοτριωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαλλοτριώνομαι
|