Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δήμευση οι δημεύσεις
      γενική της δήμευσης* των δημεύσεων
    αιτιατική τη δήμευση τις δημεύσεις
     κλητική δήμευση δημεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δήμευση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δήμευση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία