δημεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδημεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημεύω
- θα δημεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδημεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δήμευση